Στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο Robert Kowalski από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και ο Alain Colmerauer στο
πανεπιστήμιο της Μασσαλίας, δούλευαν σε παρόμοιες ιδέες. Τα αποτελέσματα ήταν η τυποποιημένη διατύπωση του υπολογιστικού μοντέλου
του λογικού προγραμματισμού, η χρήση της προτασιακής μορφής της λογικής ως γλώσσας προγραμματισμού από τον Robert Kowalski
το 1974 και η σχεδίαση και υλοποίηση της πρώτης γλώσσας λογικού προγραμματισμού, της Prolog, από τον Alain Colmerauer
και τους συνεργάτες του, το 1973. Ο πρώτος διερμηνευτής (interpreter) που κατασκευάστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας, έκανε
χρήση της θεωρίας των αρνητικών και θετικών λεκτικών στοιχείων της θεωρίας της ανάλυσης (resolution). Π.χ. η πρόταση
γραφόταν στη μορφή
Ο μεταγλωττιστής της Prolog του Warren για το σύστημα DEC-10 το 1979, έθεσε τις βάσεις της Prolog ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρακτική γλώσσα προγραμματισμού. Η προτεινόμενη υλοποίηση του Warren, η Prolog-10, υιοθετήθηκε από πολλά συστήματα και έγινε γνωστή ως Prolog του Εδιμβούργου. 'Εχουν προταθεί αρκετές επεκτάσεις της αρχικής Prolog, οι οποίες έχουν επιπρόσθετα χαρακτηριστικά ελέγχου. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η IC-Prolog από τους Clark και McCabe το 1979, η Prolog-II από τον Van Caneghem το 1982, η MU-Prolog από τον Naish το 1985, κ.α. Η MU-Prolog συγκεκριμένα, έδωσε ώθηση σε μια νέα οικογένεια γλωσσών λογικού προγραμματισμού, τις ταυτόχρονες (concurrent) γλώσσες, όπως η Σχεσιακή Γλώσσα (Relational Language) των Clark και Gregory το 1981, η ταυτόχρονη Prolog του Shapiro το 1983, η Parlog των Clark και Gregory το 1984, η GHC του Ueda το 1985, κ.α.
Η έρευνα στο λογικό προγραμματισμό είναι ακόμα ενεργή και έχουν προταθεί πολλές επεκτάσεις. Δύο από τις σπουδαιότερες, είναι ο παράλληλος λογικός προγραμματισμός και ο λογικός προγραμματισμός με περιορισμούς.